αποσπόρι

αποσπόρι
το
το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας, το στερνοπαίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσπόρι — το 1. το υπόλειμμα του σπόρου, ο τελευταίος σπόρος 2. το τελευταίο παιδί κάποιου, το στερνοπαίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”